Ιστορικές προσωπικότητες της Ύδρας

Ιστορικές Προσωπικότητες της Ύδρας

  • Ανδρέας Μιαούλης (1769-1835), πλοιοκτήτης – εμπορος, ναυμάχος και Αρχιναύαρχος του Ναυτικού αγώνα του 1821
  • Λάζαρος Κουντουριώτης (1769-1852), πλοιοκτήτης – έμπορος, ο μεγαλύτερος χρηματοδότης της επανάστασης του 1821, Γερουσιαστής
  • Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα (1771-1825), πλοιοκτήτρια και ναυμάχος του 1821
  • Ιάκωβος Τομπάζης (1782-1829) πλοιοκτήτης – έμπορος και πρώτος Ναύαρχος του ελληνικού στόλου
  • Γεώργιος Σαχίνης (1789-1864) πλοιοκτήτης – εμπορος, ναυμάχος του 1821, Ναύαρχος, Υπασπιστής του Όθωνα
  • Αναστάσης Τσαμαδός πλοιοκτήτης – έμπορος, ναυμάχος του 1821
  • Αντώνης Οικονόμου (1785-1821), πλοίαρχος, πρωτεργάτης της κήρυξης της επανάστασης
  • Αντώνιος Κριεζής (1796-1865), πλοιοκτήτης – εμπορος, ναυμάχος του 1821 και μετέπειτα πρωθυπουργός της Ελλάδας
  • Γεώργιος Βούλγαρης (1769-1812), πλοιοκτήτης έμπορος, Διοικητής Ύδρας
  • Δημήτριος Βούλγαρης (1802-1877), πλοιοκτήτης – εμπορος,παράγων της επανάστασης του 1821 και μετέπειτα πρωθυπουργός της Ελλάδας
  • Ανδρέας Κριεζής (1816-1880), ζωγράφος
  • Νικόλαος Βώκος (1854-1902), ζωγράφος
  • Παύλος Κουντουριώτης (1855-1935), Ήρωας του 1912-13,απελευθερωτής του Αιγαίου, Ναύαρχος, Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας και αντιβασιλέας
  • Νικόλαος Βότσης Ήρωας του 1912-13, Κυβερνήτης τορπιλοβόλου
  • Μήτσος Παπανικολάου (1900-1943), ποιητής

Παναγιώτης Τέτσης

Τέτσης Παναγιώτης (1925-2016). Ο Παναγιώτης Τέτσης, ένας από τους σπουδαιότερους ζωγράφους που διαμόρφωσαν την ελληνική μεταπολεμική ζωγραφική, γεννήθηκε στην Ύδρα το 1925. Το 1940 παίρνει τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής, ενώ την ίδια χρονιά γνωρίζει τους "πραγματικούς του δασκάλους", τον Πικιώνη και τον Χατζηκυριάκο - Γκίκα. Το 1943 σπουδάζει ζωγραφική στο προπαρασκευαστικό τμήμα της "Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών" στην Αθήνα, κοντά στους Δ. Μπισκίνη και Π. Μαθιόπουλο. Ακολουθεί εισαγωγή του στα εργαστήρια της Σχολής, κοντά στον Κ. Παρθένη, απ' όπου αποφοίτησε το 1949. Μέλος της ομάδας Αρμός Α και αργότερα της ομάδας Αρμός Β, το 1951 διορίστηκε επιμελητής στην έδρα του ελεύθερου σχεδίου με καθηγητή τον Χατζηκυριάκο - Γκίκα στην Ανώτατη Σχολή Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ. Από το 1953 έως το 1956, ο Π. Τέτσης εγκαθίσταται στο Παρίσι, με υποτροφία του ΙΚΥ. Εκεί, στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού διδάσκεται την τέχνη της χαλκογραφίας. Από το 1958 έως το 1976 διδάσκει στο Ελεύθερο Σπουδαστήριο Καλών Τεχνών (γνωστή αργότερα ως "Σχολή Βακαλό"), ενώ παράλληλα (έως το 1962) διδάσκει ελεύθερο σχέδιο στη "Σχολή Σχεδιαστών του Αθηναϊκού Τεχνολογικού Ομίλου". Το 1958 το ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Ενωσης Κριτικών Τέχνης τον εκλέγει μεταξύ Ελλήνων υποψηφίων, για το διεθνές βραβείο του Μουσείου Γκουνγκενχάιμ, όπου και εκτίθεται το έργο του. Ακολουθεί (1962) το Βραβείο Κριτικών για το έργο "Το Ναυπηγείο", ενώ το 1970 ορίζεται εκπρόσωπος της Ελλάδας στην Μπιενάλε Βενετίας. Λόγω των ειδικών πολιτικών συνθηκών αρνείται τη συμμετοχή. Το 1976 εκλέγεται καθηγητής στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, στο Γ΄ Εργαστήριο Ζωγραφικής, όπου διδάσκει έως το 1991. Το 1989 η σύγκλητος τον εκλέγει πρύτανη του Ιδρύματος και το 1993 εκλέγεται ακαδημαϊκός. Είχε λάβει μέρος σε διεθνείς εκθέσεις ως εκπρόσωπος της Ελλάδας. Είχε παρουσιάσει έργα του σε 90 ατομικές και σε πάρα πολλές θεματικές - ομαδικές εκθέσεις. Έφυγε από τη ζωή στις 5 Μαρτίου 2016, σε ηλικία 91 ετών.

Λέοναρντ Κοέν

H Ύδρα του Λέοναρντ Κοέν. Μετά από μια σύντομη παραμονή στο πανεπιστήμιο της Κολούμπια, ο Kοέν αποφασίζει να ταξιδέψει στην Ευρώπη και τελικά φτάνει στην Ελλάδα. Την ιστορία την έχει αφηγηθεί πολλές φορές. Ο θρύλος πλησιάζει την πραγματικότητα στην περίπτωσή του. Ο Λέοναρντ Κοέν έχει διηγηθεί αρκετές φορές πώς αποφάσισε να φύγει για την Ελλάδα και να επιλέξει την Υδρα. Ηταν Απρίλιος του 1960 και περπατούσε με πονόδοντο στο Λονδίνο, στο οποίο βρέχει συνεχώς. «Είδα λοιπόν την πόρτα της Τράπεζας της Ελλάδας μπροστά μου», δήλωσε ο Κοέν το 1991, σε μια συνέντευξη στο περιοδικό Les Inrockuptibles. «Μπήκα και είδα κάποιον ταμία αρκετά μαυρισμένο πίσω από το ταμείο. Τον ρωτάω "Τι καιρό κάνει στην Ελλάδα;" και μου λέει "Είναι άνοιξη". Δύο ημέρες αργότερα έφευγα για την Ελλάδα». Φτάνει στην Αθήνα και συνεχίζει για την Ύδρα. Η Ύδρα είναι ένας από τους πιο σημαντικούς σταθμούς της ζωής και της δημιουργίας του. Αγοράζει εκεί ένα παραδοσιακό σπίτι και έζησε με την Μαριάν τη σύντροφό του επί επτά χρόνια. Η Μαριάν πέθανε τον Αύγουστο του 2016 και ο Κοέν την αποχαιρέτησε λέγοντας: «Λοιπόν Μαριάν, έχει φτάσει αυτή η στιγμή όπου είμαστε τόσο μεγάλοι και τα σώματά μας καταρρέουν και πιστεύω ότι θα σε ακολουθήσω πολύ σύντομα. να ξέρεις ότι είμαι τόσο κοντά σου που αν απλώσεις το χέρι σου, πιστεύω ότι θα μπορέσεις να φτάσεις το δικό μου» Το σπίτι του στην Ύδρα το πλήρωσε μόλις 1.500 δολάρια, χρησιμοποιώντας κάποια χρήματα που του είχε αφήσει στην κληρονομιά της η γιαγιά του. Αργότερα θα δηλώσει, αυτή ήταν η πιο έξυπνη απόφαση που πήρε ποτέ στη ζωή του Σε ένα γράμμα που έστειλε στη μητέρα του, η περιγραφή που της κάνει του σπιτιού «ζωγραφίζει» με μοναδικό τρόπο τη μεγάλη αγάπη που νιώθει ο καλλιτέχνης για αυτό το ιδιαίτερο νησί. «Το σπίτι έχει μια τεράστια βεράντα που κοιτάζει ένα δραματικό βουνό και πολλά λευκά σπίτια να λάμπουν πάνω του. Τα δωμάτια είναι μεγάλα και δροσερά, με βαθιά παράθυρα σε χοντρούς τοίχους. Υποθέτω ότι πρέπει να είναι πολύ παλιό, πάνω από 200 ετών, και συχνά σκέφτομαι πόσες γενιές ναυτικών έχουν ζήσει εδώ. Χρειάζεται αρκετή δουλειά, αλλά αν ξεκινήσω από τώρα, σε μερικά χρόνια θα είναι ένα μέγαρο. Ζω σε έναν λόφο και σκέφτομαι πως η ζωή παραμένει η ίδια εδώ και εκατοντάδες χρόνια. Ολη τη μέρα ακούω τις φωνές των μικροπωλητών που περνούν από κάτω και οι φωνές τους είναι τόσο μουσικές. Σηκώνομαι κάθε μέρα στις επτά και εργάζομαι μέχρι το μεσημέρι. Νωρίς το πρωί είναι πιο δροσερά και άρα καλύτερα, αλλά εξάλλου αγαπάω τη ζέστη, ειδικά όταν σκέφτομαι ότι η θάλασσα του Αιγαίου είναι μόλις δέκα λεπτά από την πόρτα μου» γράφει. Ο Κοέν αγάπησε την Ύδρα και οι Υδραίοι τον αγάπησαν, τον αποδέχτηκαν αμέσως. Άρχισε να τον επισκέπτεται ο άνθρωπος που μάζευε σκουπίδια με το κάρο του και όπως έλεγε ο Κοέν «αυτό είναι σαν να παίρνεις το Μετάλλιο της Λεγεώνας της τιμής». Στο σπίτι του 19ου αιώνα ο Κοέν δεν άλλαξε σχεδόν τίποτα. Αντίθετα, διατήρησε τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του σπιτιού, του κήπου, της βεράντας και της διακόσμησης του χώρου. Το κτίσμα αυτό, όμοιο εξωτερικά με τα υπόλοιπα σπίτια του νησιού, βρίσκεται σε ένα από τα πιο ψηλά σημεία της Χώρας, και από τη βεράντα του, η θέα αγκαλιάζει όλο το λιμάνι. Στην Ύδρα ο Κοέν ανακάλυψε τον ελληνικό τρόπο ζωής. Εδώ άρχισε να αποκρυσταλλώνει τη σοφία των καλύτερων του ποιημάτων και να γράφει σπουδαία τραγούδια. Εδώ ξαναγεννήθηκε, όπως λένε, όσοι τον ξέρουν. Εδώ γράφει μερικά από τα ωραιότερα τραγούδια του όπως «So Long, Marianne» και Bird on the Wire”.

Γεώργιος Σεφέρης

Ύδρα. Δελφίνια φλάμπουρα και κανονιές. Το πέλαγο τόσο πικρό για την ψυχή σου κάποτε, σήκωνε τα πολύχρωμα κι αστραφτερά καράβια λύγιζε, τα κλυδώνιζε κι όλο μαβί μ’ άσπρα φτερά, 5 τόσο πικρό για την ψυχή σου κάποτε τώρα γεμάτο χρώματα στον ήλιο. Άσπρα πανιά και φως και τα κουπιά τα υγρά χτυπούσαν με ρυθμό τυμπάνου ένα ημερωμένο κύμα. Θά ηταν ωραία τα μάτια σου να κοίταζαν 10 θά ηταν λαμπρά τα χέρια σου ν’ απλώνουνταν θά ηταν σαν άλλοτε ζωηρά τα χείλια σου μπρος σ’ ένα τέτοιο θάμα· το γύρευες τί γύρευες μπροστά στη στάχτη ή μέσα στη βροχή στην καταχνιά στον άνεμο, 15 την ώρα ακόμη που χαλάρωναν τα φώτα κι η πολιτεία βύθιζε κι από τις πλάκες σου ’δειχνε την καρδιά του ο Ναζωραίος, τί γύρευες; γιατί δεν έρχεσαι; τί γύρευες;

Ανδρέας Μιαούλης

Αν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης θεωρείται δικαίως ως ο αρχιστράτηγος του Αγώνα, τότε ο Ανδρέας Μιαούλης δικαιούται τον τίτλο του ναυάρχου του 1821. Κατά την πιο πιθανή εκδοχή γεννήθηκε στην Ύδρα στις 20 Μαΐου 1769. Ήταν γιος του εμποροπλοιάρχου Δημήτριου Βώκου. Σε ηλικία μόλις 15 ετών ο Ανδρέας συμμετείχε στα ταξίδια του πατέρα του και δεν άργησε να διακριθεί. Η μετονομασία του σε Μιαούλης δεν είναι εξακριβωμένο πως έγινε. Κατά μια εκδοχή αυτό συνέβη όταν αγόρασε στη Χίο τουρκικό πλοίο που ονομαζόταν «Μιαούλ», ενώ κατά μια άλλη, από το παράγγελμα του προς τους κωπηλάτες «μια ούλοι». Ήδη, από το 1795 είχε αποκτήσει σημαντική περιουσία από τις εμπορικές του επιχειρήσεις. Ο πατέρας του βλέποντας την τόλμη που τον διέκρινε στα ριψοκίνδυνα ταξίδια της εποχής τον αποκαλούσε Λάμπρο, παρομοιάζοντας τον με τον Λάμπρο Κατσώνη. Το 1802 αγόρασε στη Βενετία ένα μεγάλο πλοίο με το οποίο επιδόθηκε στη διάσπαση των βρετανικών αποκλεισμών κατά τους Ναπολεόντειους πολέμους. Μια φορά μάλιστα συνελήφθη και όταν μεταφέρθηκε μπροστά στον ναύαρχο Νέλσων, αφέθηκε ελεύθερος λόγω της ειλικρινούς του απάντησης. Λίγο καιρό μετά καταδιώχτηκε από μια τουρκική κορβέτα επειδή, παρά τις αυστηρές απαγορεύσεις, είχε φορτώσει σιτάρι από τη Σμύρνη. Το πλοίο, όμως, ναυάγησε, ανοικτά της Ισπανίας. Αμέσως ο Μιαούλης μετέβη στη Γένοβα, όπου αγόρασε άλλο και συνέχισε τις επικερδείς δραστηριότητές του. Το 1807 κατάφερε να αποτρέψει αλβανική εισβολή στην Ύδρα. Το 1811 ενεπλάκη σε ολοήμερη ναυμαχία με γαλλική κορβέτα και επωφεληθείς του ερχομού της νύχτας κατάφερε να ξεφύγει. Μετά την πτώση του Ναπολέοντα (1815) τα κέρδη από τα ταξίδια μειώθηκαν αισθητά οπότε το 1816 ο Μιαούλης σταμάτησε να ταξιδεύει και εγκαταστάθηκε στην γενέτειρά του, ασχολούμενος πάντα με το εμπόριο. Με την έκρηξη της Επανάστασης την ηγεσία του υδραϊκού στόλου ανέλαβε ο Ιάκωβος Τομπάζης. Από τις αρχές όμως του 1822 αρχηγός αναδείχθηκε ο Μιαούλης. Στις 20 Φεβρουαρίου επιτέθηκε αιφνιδιαστικά στον οθωμανικό στόλο στο λιμάνι της Πάτρας και τον καταδίωξε ως τη Ζάκυνθο. Λίγο αργότερα παραστάθηκε μαζί με τους στόλους των δύο άλλων ναυτικών νησιών, στην πυρπόληση της ναυαρχίδας του Καρά Αλή, καταστροφέα της Χίου, από τον Κωνσταντίνο Κανάρη. Στις 7 Σεπτεμβρίου συμμετείχε στη ναυμαχία του Αργολικού κόλπου, όπου ο οθωμανικός στόλος απέτυχε να ανεφοδιάζει το πολιορκημένο Ναύπλιο. Στις 15 Ιουλίου 1824 επιτέθηκε στην τουρκική φρουρά των κατεστραμμένων Ψαρών και την κατέσφαξε. Η κορύφωση των επιτυχιών σημειώθηκε στις 9 Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου όταν, ως αρχηγός των ελληνικών ναυτικών δυνάμεων, καταναυμάχησε τον οθωμανικό στόλο στην περίφημη ναυμαχία του Γέροντα. Το 1825 κατέκαψε με μοίρα πυρπολικών, στο λιμάνι της Μεθώνης, 23 αιγυπτιακά σκάφη και μια αποθήκη πολεμοφοδίων, ενώ λίγες ημέρες αργότερα προσέβαλε τον αιγυπτιακό στόλο στη Σούδα και κατέστρεψε ένα πλοίο του. Κατά τη δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου ανεφοδίασε κατ΄ επανάληψη την ηρωική πόλη και έπραξε ότι ήταν ανθρωπίνως δυνατόν για να μην πέσει στα χέρια των Τούρκων. Το 1827 δέχτηκε να παραχωρήσει τη θέση του αρχηγού των επαναστατικών ναυτικών δυνάμεων στον Άγγλο ναύαρχο Τόμας Κόχραν, ενώ ο ίδιος παρέμεινε στην υπηρεσία του Αγώνα με το βαθμό του πλοιάρχου. Μετά την αποχώρηση του Κόχραν ο κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας του ανέθεσε την εκκαθάριση του Αιγαίου από τους πειρατές την οποία έφερε εις πέρας με πλήρη επιτυχία. Το 1831, όμως, συντάχθηκε με την αντικαποδιστριακή πλευρά και αφού τη νύχτα της 26ης\27ης Ιουλίου κατέλαβε τον Ναύσταθμο του Πόρου, ανατίναξε την 1η Αυγούστου τη φρεγάτα «Ελλάς» και την κορβέτα «Ύδρα». Τα πλοία που με τόσα έξοδα και κόπους είχαν αποκτηθεί για να πολεμήσουν Τούρκους και φυσικά η Ελλάδα τα χρωστούσε. Ήταν μια ιδιαίτερα μελανή σελίδα στην ένδοξη ιστορία του θαλασσομάχου του 1821. Το 1832 διορίστηκε Αρχηγός του Γενικού Διευθυντηρίου του Στόλου και γενικός επιθεωρητής του. Το 1834 έγινε σύμβουλος επικρατείας και τιμήθηκε με τον Μεγαλόσταυρο του Σωτήρα. Μετά από λίγο καιρό, όμως, προσβλήθηκε από φυματίωση και πέθανε (11 Ιουνίου 1835). Η ταφή του έγινε στην είσοδο του λιμανιού του Πειραιά, δίπλα στον τάφο του Θεμιστοκλή. Η καρδιά του ταριχεύτηκε και μεταφέρθηκε στο Υπουργείο Ναυτικών. Σήμερα φυλάσσεται στο Ιστορικό Αρχείο-Μουσείο Ύδρας. Νίκος Γιαννόπουλος Ιστορικός (Μηχανή του Χρόνου)

Νικόλαος Κολμανιάτης

Ο Νικόλαος Κολμανιάτης γεννήθηκε το 1784 στην Ύδρα. Όταν μεγάλωσε κατατάχθηκε στο Τουρκικό ναυτικό, ήταν τότε ως γνωστόν η Ελλάδα υπό την κατοχή Οθωμανών. Όταν μια μέρα έμαθε ότι κάποιος ενοχλούσε τη γυναίκα του, χωρίς δισταγμό, λιποτάκτησε, έφτασε στην Ύδρα και αφού προσκάλεσε τον άνδρα αυτό σε μονομαχία τον μαχαίρωσε. Το γεγονός αυτό τον ανάγκασε να εξαφανιστεί γιατί αν τον συλλάμβαναν θα υφίστατο μαρτυρικό θάνατο, όχι για το φόνο, αλλά για τη λιποταξία. Μετά από χρόνια αφού έκανε ένα διάταγμα στη Μάλτα, εντοπίζεται στη Νεάπολη. Εκεί, αντιστάθηκε στις διώξεις πολιτών που ξεκίνησε η κυβέρνηση για να καταστήσει το επανασταστικό κίνημα, προέκταση της Γαλλικής Επανάστασης. Διωκόμενος εγκαταλείπει το νησί και παέι στη Ρωσία όπου κατατάχθηκε στο Πολεμικό Ναυτικό. Οι ικανότητές του εκτιμήθηκαν πολύ νωρίς και ο Νικόλαος γίνεται πλωτάρχης. Το 1810 άρχισαν οι αψιμαχίες μεταξύ Αργεντινής και Ισπανίας για την ανεξαρτησία της πρώτης. Έτσι σαν τυχοδιώκτης ο Κολμανιάτης αφήνει τη Ρωσία και το αληθινό του όνομα και με το ψευδώνυμο Γεωργίου διασχίζει τον Ατλαντικό και φτάνει στη Λατινική Αμερική το έτος 1811, μαζί με άλλο ένα ‘Ελληνα από τι Μυτιλήνη, τον Σαμουήλ Σπύρου. Στο Μπουένο Αϊρες γνωρίζονται με τον Ιρλανδό Γουλιέλμο Μπράουν στον οποίο είχε ανατεθεί η οργάνωση του Αργεντινού στόλου και κατατάσσονται στο Ναυτικό. Η πρώτη ηρωϊκή αναφορά του Γεωργίου (πλέον) από ιστορικής πλευράς ήταν στις 10-3-1814, σε μια ναυμαχία κοντά στο νησί Μάρτιν Γκαρθία που δόθηκε μεταξύ Αργεντίνων και Ισπανών. Σε άλλη ναυμαχία που έγινε στην Arroya de la China, ήταν κυβερνήτης του «La Carmen». Μετά από πολύωρη μάχη για να μη πέσει το πλοίο στα χέρια των Ισπανών το ανατίναξε. Πρόλαβε όμως να διαφύγει. Το όνομά του, αναφέρεται επίσης στο Μοντεβιδέο που «χρεώνεται» την εξαιρετική στρατηγική και διπλωματική επιτυχία του να προσεταιρισθεί τον αξιόμαχο στόλο των Ισπανών. Όταν κηρύχτηκε πόλεμος κατά της Βραζιλίας, έλαβε μέρος σε οκτώ ναυμαχίες το έτος 1862, σε δέκα το 1827 και σε τρείς το 1828, σαν ανώτερος επιτελικός αξιωματικός του στόλου. ‘Οταν το 1828, σαν κυβερνήτης της φρεγάτας «Αυτοκράτειρα» έφτασε νικητής στο Μπουένος Άϊρες, τιμήθηκε με το πράσημο του τάγματος της Αργυράς Ασπίδος. Ενώ πολεμικά πλοία, σχολές και οδοί πόλεων έκτοτε φέρουν τα ονομάτα Γεωργίου αλλά και Σπύρου. Σήμερα δυο μνημεία μαρτυρούν την ιστορία του Κολμανιάτη στη χώρα μας, στη σχολή Εμποροπλοιάρχων της Ύδρας, που απεικονίζεται ανάμεσα σε δυο όρθιες γυναίκες που συμβολίζουν την Ελλάδα και την Αργεντινή. Και μια προτομή του με το όνομα “JORJE” τιμής ένεκεν, για την προσφορά του στην ανεξαρτησία της Αργεντινής, από την Εβίτα Περόν, Νοέμβριος 1949. Μιχαήλ Γ. Κελαϊδής (Αγώνας της Κρήτης)

Παύλος Κουντουριώτης

Ο Παύλος Κουντουριώτης (9 Απριλίου 1855 − 22 Αυγούστου 1935[2]) ήταν Ναύαρχος του Βασιλικού Ναυτικού, Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού και Αρχηγός του Β΄ Στόλου κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους. Συμμετείχε στην Κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης ως μέλος της τριανδρίας και διετέλεσε δύο φορές Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Βιογραφία Γεννήθηκε στην Ύδρα και ήταν γιος του Θεοδώρου Κουντουριώτη, προξένου και Βουλευτή και της Λουκίας Νεγρεπόντη. Από την πλευρά του πατέρα του καταγόταν από την ναυτική οικογένεια Κουντουριώτη και ήταν εγγονός του Γεωργίου Κουντουριώτη, πλοιοκτήτη και πρωθυπουργού της Ελλάδας, καθώς και αδερφός του τραπεζίτη και πολιτικού Ιωάννη Κουντουριώτη, ενώ από την πλευρά της μητέρας του καταγόταν από την χιώτικη οικογένεια Νεγρεπόντη και ήταν δισέγγονος του Κωνσταντίνου Χατζερή, ηγεμόνα της Βλαχίας. Ακολουθώντας τη ναυτική παράδοση της οικογένειας, κατατάχθηκε το 1875 στο Βασιλικό Ναυτικό. Το 1886 συμμετείχε ως υποπλοίαρχος σε ναυτικές επιχειρήσεις στην Πρέβεζα, καθώς και σε αυτές στην Κρήτη κατά τον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897 με τον βαθμό του πλωτάρχη. Ως κυβερνήτης του ατμομυοδρόμου «Αλφειός» αποβίβασε το εκστρατευτικό σώμα του Συνταγματάρχη Τιμολέοντος Βάσσου στο Κολυμπάρι Χανίων τον Φεβρουάριο του 1897 και στη Σκάλα Λεπτοκαρυάς τον Απρίλιο του 1897[3]. Ως Κυβερνήτης του εκπαιδευτικού «Μιαούλης», ο Αντιπλοίαρχος τότε Κουντουριώτης πραγματοποίησε το πρώτο υπερπόντιο ταξίδι ελληνικού πολεμικού. Το 1908 έγινε υπασπιστής του βασιλιά Γεωργίου Α΄ και τον επόμενο χρόνο προάχθηκε σε Πλοίαρχο. Τον Ιούνιο του 1911 και λόγω απειθαρχίας του πληρώματος του θωρηκτού «Αβέρωφ», τη θέση του Κυβερνήτη ανέλαβε ο τότε Πλοίαρχος Παύλος Κουντουριώτης[4]. Με την έκρηξη των Βαλκανικών Πολέμων προάχθηκε σε Υποναύαρχο ενώ στις 16 Απριλίου του 1912 έγινε Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι τις 16 Σεπτεμβρίου 1912[5]. Στη συνέχεια γίνεται Αρχηγός του Στόλου του Αιγαίου και αναλαμβάνει δράση. Ως Κυβερνήτης του θωρηκτού «Αβέρωφ» καταλαμβάνει τη Λήμνο, ενώ τις επόμενες ημέρες ακολουθούν οι Θάσος, Ίμβρος, Τένεδος, Ψαρά, Άγιος Ευστράτιος και Σαμοθράκη. Μέχρι τις 21 Δεκεμβρίου είχε κατορθώσει να ελευθερώσει όλα σχεδόν τα νησιά του Αιγαίου, συμπεριλαμβανομένης και της Χίου. Με το θωρηκτό «Αβέρωφ» συμμετείχε σε δύο ναυμαχίες, σε αυτή της Έλλης και σε αυτή της Λήμνου (5 Ιανουαρίου 1913). Η τελευταία ναυμαχία κερδήθηκε χάρη σε παράτολμο ελιγμό του Κουντουριώτη, ο οποίος θεωρήθηκε ασυλλόγιστος ηρωισμός. Οι επιτυχημένοι χειρισμοί του ανάγκασαν τον τουρκικό στόλο να αποσυρθεί στα Δαρδανέλλια. Με τη λήξη των Βαλκανικών Πολέμων προάχθηκε σε Αντιναύαρχο δια εξαιρετικάς εν πολέμω υπηρεσίας. Ήταν ο πρώτος Έλληνας, μετά τον Κωνσταντίνο Κανάρη, που ελάμβανε αυτό τον βαθμό. Στη συνέχεια ανέλαβε το Υπουργείο Ναυτικών στις κυβερνήσεις Αλεξάνδρου Ζαΐμη και Στεφάνου Σκουλούδη. Διαφωνώντας με την πολιτική της ουδετερότητας της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο συμμετείχε στην Κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης ως μέλος της Τριανδρίας (Δαγκλής-Βενιζέλος-Κουντουριώτης). Το 1917 ανέλαβε για ακόμη μια φορά το χαρτοφυλάκιο του υπουργείου Ναυτικών και την ίδια χρονιά αποστρατεύθηκε με τον βαθμό του Ναυάρχου, τιμής ένεκεν. Μετά τον θάνατο του Βασιλιά Αλέξανδρου, ανέλαβε καθήκοντα αντιβασιλέως μέχρι τον Νοέμβριο του 1920 και ξανά μετά την αναχώρηση του Βασιλέως Κωνσταντίνου για την Μικρά Ασία (την Άνοιξη του 1921 μέχρι την Άνοιξη του 1922). Επίσης μετά την αναχώρηση του Γεωργίου Β΄ από τη χώρα τον Δεκέμβριο του 1923, έως την ανακήρυξη της Δημοκρατίας τον Μάρτιο του 1924. Ως πρόσωπο μεγάλου κύρους και ευρείας αποδοχής εκλέχθηκε προσωρινά πρώτος Πρόεδρος της Δημοκρατίας, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι το 1926, όταν και παραιτήθηκε διαμαρτυρόμενος για τη Δικτατορία του στρατηγού Θεόδωρου Παγκάλου. Στις 4 Ιουνίου 1929 επανεκλέχθηκε στο αξίωμα του προέδρου από τη Βουλή και τη Γερουσία, αλλά παραιτήθηκε οριστικά αυτή τη φορά, τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου, για λόγους υγείας. Απεβίωσε στις 22 Αυγούστου 1935 στο Παλαιό Φάληρο. Ενταφιάστηκε στην Ύδρα, κατόπιν επιθυμίας του. Είχε νυμφευθεί δύο φορές, στο Λονδίνο το 1889 με την Αγγελική Πετροκόκκινου (1865-1903) και στην Αθήνα το 1918 με την Ελένη Κούππα (1876-1957). Παιδιά του ήταν ο Θεόδωρος, η Δέσποινα και τέλος η Λουκία, σύζυγος Αλεξάνδρου Διονυσίου Στεφάνου. Ο θυρεός της σημερινής φρεγάτας Κουντουριώτης. Η φράση που αναγράφεται κάτω από την ημισέληνο, «ΠΛΕΩ ΜΕΘ' ΟΡΜΗΣ ΑΚΑΘΕΚΤΟΥ», περιέχεται στο σήμα που έστειλε ο Ναύαρχος, κατά την καταδίωξη του Τουρκικού Στόλου στη Ναυμαχία της Έλλης. Ο σταυρός επί της ημισελήνου συμβολίζει τη νίκη του ορθοδόξου Ελληνικού έθνους επί του Τουρκικού. Είναι όμοιος με τον θυρεό των ομώνυμων Αντιτορπιλικών, δηλαδή αυτού που συμμετείχε σε επιχειρήσεις και αποστολές κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και του νεότερου, που παροπλίσθηκε το 1995. Το όνομά του Παύλου Κουντουριώτη έχει δοθεί μέχρι σήμερα σε 4 πλοία του Πολεμικού Ναυτικού: 1. Το πρώτο, ένα ελαφρύ καταδρομικό, παρόμοιο με το Αγγλικού τύπου CHATΗAM, παραγγέλθηκε σε αγγλικά ναυπηγεία το 1914. Με την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου κατασχέθηκε από τους Άγγλους και εντάχθηκε στον Βρετανικό στόλο με το όνομα BIRKENHEAD. 2. Το δεύτερο, ένα αντιτορπιλικό τύπου DARDO (H 07) ήταν ένα από τα τέσσερα (ΚΟΥΝΤΟΥΡΙΩΤΗΣ, ΥΔΡΑ, ΣΠΕΤΣΑΙ, ΨΑΡΑ) που παραγγέλθηκαν από την ελληνική κυβέρνηση στα ιταλικά ναυπηγεία το 1933 και παρελήφθηκαν το 1933. Έλαβε μέρος στις επιχειρήσεις του πολέμου 1940-1941, ανάμεσα στις οποίες περιλαμβάνονται η 2η και η 3η επιδρομή στα στενά του Οτράντο (15-16 Δεκεμβρίου 1940 και 4-5 Ιανουαρίου 1941). Διέφυγε στη Μέση Ανατολή, απ' όπου στάλθηκε για εκσυγχρονισμό στη Βομβάη (Ιούνιος 1941 - Απρίλιος 1942). Χρησιμοποιήθηκε ως συνοδό κατά τη διάρκεια του πολέμου μέχρι τις 15 Νοεμβρίου 1943, οπότε τέθηκε σε κατάσταση ενέργειας συντήρησης. Παροπλίσθηκε το 1946 μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας. 3. Το τρίτο, ένα αντιτορπιλικό στόλου τύπου GEARING FRAM I (D-213), άρχισε να ναυπηγείται στις 2 Μαΐου 1945 από τα ναυπηγεία Bethlehem Steel στο Quincy των ΗΠΑ. Καθελκύστηκε στις 21 Σεπτεμβρίου 1945 και εντάχθηκε στο Ναυτικό των ΗΠΑ στις 8 Μαρτίου 1946 με το όνομα USS RUPERTUS DD 851. Παρελήφθηκε από το Πολεμικό Ναυτικό στις 10 Ιουλίου 1973 στο San Diego της πολιτείας California των ΗΠΑ, με πρώτο κυβερνήτη τον Αντιπλοίαρχο Π. Ευσταθίου ΠΝ και κατέπλευσε στην Ελλάδα στις 23 Μαρτίου 1974. Παροπλίσθηκε το 1995. 4. Τη σημερινή φρεγάτα κλάσης Standard, F 462 (πρώην Ολλανδική KORTENAER). Ναυπηγήθηκε στα ναυπηγεία Koninklijka Maatschappij de Schelde στο Vlissingen της Ολλανδίας και εντάχθηκε στη δύναμη του Ολλανδικού Ναυτικού στις 26 Οκτωβρίου 1978. Αγοράσθηκε από το ΠΝ και η ύψωση της Ελληνικής Σημαίας έγινε στο Den Helder της Ολλανδίας στις 15 Δεκεμβρίου 1997, με πρώτο κυβερνήτη τον Αντιπλοίαρχο Δ. Ελευσινιώτη ΠΝ. Κατέπλευσε στην Ελλάδα στις 6 Απριλίου 1998. Αποτελεί την πρώτη φρεγάτα του τύπου που διήλθε πρόγραμμα εκσυγχρονισμού από ελληνικά χέρια στα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά, στο διάστημα 2004-2006.

Τομπάζης Ιάκωβος ή Γιακουμάκης

Τομπάζης Ιάκωβος ή Γιακουμάκης (1782-1829): ο ναύαρχος της Ύδρας το πρώτο έτος της Επανάστασης. Φιλικός και ναύαρχος της Ύδρας μόνο κατά το πρώτο έτος της Επανάστασης, ο Ιάκωβος ή Γιακου¬μάκης Τομπάζης αποτελεί – όπως και ο αδελφός του Μανώλης- σημαντική προσωπικότητα του ναυ¬τικού αγώνα του Εικοσιένα. Η οικογένεια Τομπάζη ή Τουμπάζη, από τις αρ¬χαιότερες της Ύδρας, εγκαταστάθηκε στο νησί το 1668, προερχόμενη από τα Βουρλά της επαρχίας Σμύρνης. Το αρχικό επίθετο της οικογένειας ήταν Γιακουμάκη και ο τελευταίος που το έφερε (μέχρι το 1816) ήταν ο προεστός Νικόλαος Γιακουμάκης, πατέρας των δύο αδελφών Ιακώβου (1782-1829) και Μανώλη (1784-1831). Το επώνυμο Τουμπάζης προήλθε από ένα είδος πλοίου των αδελφών, που ονομαζόταν τουμπάζι, σύμφωνα με τη γνωστή συνήθεια και άλλων οικογενειών της Ύδρας. Τα δύο αδέλφια έλαβαν τα εγκύκλια γράμματα στην Ύδρα, αλλά από μικρή ηλικία ακολούθησαν το ναυτικό βίο. Κατά τον Αναστάσιο Γούδα και οι δύο ήταν «λίαν φιλομαθείς, φιλόκαλοι και περίερ-γοι», παρατηρητικοί και προοδευτικοί και «προηγούντο εις πάσας επί το βέλτιον μεταρρυθμίσεις, είτε των υδραϊκών πλοίων είτε του είδους του βίου εί¬τε του καλλωπισμού των οικιών και των ενδυμά¬των». Ως χαρακτήρες ήταν διαφορετικοί. Ο μεν Μανώλης (ο οποίος στις 23 Απριλίου 1823 διορίστηκε αρμοστής της Κρήτης) διακρινόταν για τη δραστη¬ριότητα και το επιχειρηματικό του πνεύμα, προσό¬ντα χάρη στα οποία αποκτήθηκε το μεγαλύτερο μέ-ρος της περιουσίας τους, ενώ ο Ιάκωβος ήταν πρά¬ος, υπομονετικός και υπεύθυνος, αλλά δεν διέθετε ηγετικές ικανότητες. Κατά τα πολλά τους ταξίδια και τη συναναστροφή τους με μορφωμένους Ευρω¬παίους είχαν γνωρίσει το δυτικό πολιτισμό και έ¬χαιραν της εκτιμήσεως πολλών φιλελλήνων, οι ο¬ποίοι επισκέπτονταν τότε την Ελλάδα και μάλιστα φιλοξενούνταν στο σπίτι τους. Ο Ιάκωβος επίσης είχε πολύ καλές για την εποχή του γνώσεις στη ναυτική και ναυπηγική τέχνη, όπως διαπιστώνεται από τα χειρόγραφά του. Ο Ιάκωβος είχε μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία από το 1818 και είχε συνεργασία με τους πρωτεργάτες της Επανάστασης, όπως διαπιστώνεται από τη σω¬ζόμενη αλληλογραφία του με τους Αλέξανδρο Υψηλάντη, Παναγιώτη Μπόταση, Γρηγόριο Δικαίο – Παπαφλέσσα, Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη κ.ά. Από τη στιγμή που στην Ύδρα κηρύχθηκε η Επανάσταση, ο Ιάκωβος -όπως και ο αδελφός του- ένωσε τις δυνάμεις του και διέθεσε τα πλοία της οικογένειας στον κοινό αγώνα. Με απόφαση όλων των Υδραίων πλοιάρχων ορίστηκε αρχηγός του υδραίικου στόλου και στις 28 Απριλίου πάνω στη ναυαρχίδα του «Θεμιστοκλής» ορκίστηκε «εις την ελευθερίαν και εις την μέλλουσαν του Έθνους ανέγερσιν, παρόντων των αξιότιμων καπεταναίων της πατρίδος Ύδρας». Ακολούθησε η επιχείρηση εξέ¬γερσης της Χίου, η οποία όμως δεν είχε το αναμε¬νόμενο αποτέλεσμα. Ένα μήνα αργότερα ο ναύαρ¬χος Τομπάζης βρισκόταν μαζί με τις μοίρες των άλλων δύο ναυτικών νησιών στο βορειοανατολικό Αιγαίο για να εμποδίσει ενδεχόμενο απόπλου του τουρκικού στόλου από τα Δαρδανέλια. Στις αναμε¬τρήσεις αυτές με τα εχθρικά και καθ’ όλα ισχυρότε¬ρα πλοία διαπιστώθηκε η αδυναμία των μικρών ελ-ληνικών και τότε -πάλι στη ναυαρχίδα του Το¬μπάζη «Θεμιστοκλής»- αποφασίστηκε για πρώτη φορά η χρήση των πυρπολικών, που είχε τα γνωστά θετικά αποτελέσματα. Η επιτυχής επίθεση του Ψαριανού Παπανικολή τη νύχτα της 27ης Μαΐου 1821 στην Ερεσό αποτελεί το πρώτο ναυτικό κατόρθωμα του Αγώνα που ενθάρρυνε τον ενωμένο ελληνικό στόλο τόσο ώστε την επομένη έτρεψε σε φυγή τον έντρομο τουρκικό. Η εκδικητική μανία των Τούρκων στράφηκε στις Κυδωνίες και στη γνωστή καταστροφή της πόλης τον Ιούνιο, όπου έσπευσε ο Τομπάζης για να σώσει τον άμαχο πληθυσμό της. Τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου συμμετείχε στη ναυ¬τική εκστρατεία διάσωσης της Σάμου, όπου ο οθω¬μανικός στόλος επιχείρησε την πολιορκία του επα-ναστατημένου νησιού. Το φθινόπωρο θα συμμετά¬σχει στις επιχειρήσεις στα δυτικά παράλια της Πε¬λοποννήσου και στον Κορινθιακό κόλπο, ενώ στο εξής την ηγεσία του υδραίικου στόλου θα αναλάβει ο Μιαούλης, με τον οποίο ο Ιάκωβος Τομπάζης εί¬χε συγγενικούς δεσμούς, αφού η κόρη του είχε πα¬ντρευτεί τον πρωτότοκο γιο του Μιαούλη, τον Δη¬μήτρη. Ο Τομπάζης έκτοτε θα συμβάλει με κάθε τρόπο στον Αγώνα, διακρινόμενος για τη νηφαλιότητα, την πραότητα και την ηρεμία του χαρακτήρα του. Απεβίωσε το 1829 στην Ύδρα. Κωνσταντίνα Αδαμοπούλου Αννίτα Πρασσά Πηγή ________________________________________ • Ελευθεροτυπία, Περιοδικό Ιστορικά, «Οι ναυμάχοι του 1821», τεύχος 178, 27 Μαρτίου 2003.