Η Ναυτική Σχολή της Ύδρας
Ιστορική Αναφορά
Διαβάστε περισσότερα...
(Η αρχαιότερη – εν λειτουργία – Σχολή Πλοιάρχων στον Κόσμο)
Το 1749, με πρωτοβουλία ιδιωτών, ιδρύθηκε στην Ύδρα σχολείο που λειτούργησε στον περίβολο του Ι. Ν. Αγίου Βασιλείου στα Καμίνια για περίπου μισό αιώνα. Το σχολείο αυτό, γύρω στα 1800, εξελίχτηκε σε ναυτική σχολή στην οποία ξένοι ναυτοδάσκαλοι, κυρίως Ιταλοί και Πορτογάλοι, δίδασκαν τη ναυτική τέχνη και ξένες γλώσσες.
Λίγα ονόματα δασκάλων διασώθηκαν, όπως του Ιταλού Φελίπε Καζέρτα, που δίδαξε στη ναυτική σχολή από το 1817 έως το 1821 και συμμετείχε ως μέλος πληρώματος Υδραίικου πλοίου στον αγώνα για την ελευθερία του Έθνους μας. Επίσης Ιταλός δάσκαλος της σχολής ήταν ο Ιωσήφ Κιάπε, ο οποίος από την έναρξη της Επανάστασης διετέλεσε γραμματέας και διερμηνέας του ναυάρχου Αναστασίου Τσαμαδού ως και συντάκτης ημερολογίων ναυτικών επιχειρήσεων.
Πολιτογραφήθηκε δημότης Ύδρας το 1821 και εξέδωσε τις εφημερίδες «Ο ΦΙΛΟΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ» και τη γαλλόφωνη «L’ ABEILLE GREQUE» (“Ελληνική Μέλισσα”) με σκοπό τη διαφώτιση του ξενόγλωσσου κοινού της Δυτικής Ευρώπης. Μεταξύ 1837 και 1867 η Ελληνική Κυβέρνηση απέστειλε Έλληνες δασκάλους, ειδικούς στα ναυτικά μαθήματα, να διδάξουν σε σχολεία ναυτικών περιοχών (Ύδρα, Σύρος, Σπέτσες, Ναύπλιο, Γαλαξίδι), τα οποία από τότε χαρακτηρίστηκαν ως ναυτικά σχολεία.
Το 1927 η ναυτική σχολή της Ύδρας φέρεται να λειτουργεί ως ιδιωτική με τη στήριξη της «Ένωσης Ναυτικών Ύδρας» ενώ το 1930 γίνεται δημόσια με την επωνυμία «Σχολή Εμπορικής Ναυτιλίας Ύδρας». Από το 1973 η Σχολή ανήκει στη βαθμίδα της Ανώτερης Τεχνικής και Επαγγελματικής Εκπαίδευσης.
Παρά το γεγονός όμως ότι ο κανονισμός λειτουργίας της (όπως και των λοιπών Δημόσιων Σχολών Εμπορικού Ναυτικού) έχει από το 1998 αναδιαρθρωθεί με βάση τον κανονισμό λειτουργίας των Τ.Ε.Ι. και Α.Ε.Ι., εν τούτοις η Σχολή (όπως και οι λοιπές Δημόσιες Ναυτικές Σχολές) παραμένει μέχρι σήμερα εκτός τριτοβάθμιας εκπαίδευσης μετονομασθείσα σε «Ακαδημία Εμπορικού Ναυτικού Ύδρας».
Από το 1930 μέχρι σήμερα η Σχολή στεγάζεται και λειτουργεί στα αρχοντικά των Τσαμαδών που αποτελούνται από δύο τριώροφα κτήρια, εκ των οποίων το ένα έχει παραχωρηθεί υπό τύπον δωρεάς στην Ελληνική Πολιτεία από τον Υδραίο πλοίαρχο, εφοπλιστή και μεγάλο ευεργέτη Αθανάσιο Κουλούρα ειδικά για τη στέγαση και λειτουργία της Σχολής ενώ το άλλο ανήκει στον Ι. Ν. Ζωοδόχου Πηγής της Αθήνας και ενοικιάζεται από το Υπουργείο Ναυτιλίας.
Η Σχολή κατά τη διάρκεια της κατοχής και μέχρι το 1948 λειτούργησε αρχικά στον Πόρο και στη συνέχεια στην Αθήνα και την Καστέλα του Πειραιά ενώ το 1949 «επαναπατρίστηκε» στη γενέτειρά της, όπου και λειτουργεί ανελλιπώς μέχρι σήμερα. Το πρώτο εκπαιδευτικό πλοίο της Σχολής ήταν το τρεχαντήρι «ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ» του καραβοκύρη Ευάγγελου Ι. Τσιγκάρη, το δεύτερο ήταν το «ΗΛΕΚΤΡΑ» που αργότερα μετονομάστηκε σε «ΥΔΡΑ» και τρίτο, το τρικάταρτο «ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΕΥΓΕΝΙΔΗΣ».
Μέχρι σήμερα περισσότεροι από 5.000 απόφοιτοι της Σχολής προσφέρουν τη συνδρομή τους στη μεγάλη μας Ναυτιλία. Δραστήριοι και διακεκριμένοι πλοίαρχοι, στελέχη γραφείων και εφοπλιστές φέρνουν, όπως παλιά έτσι και σήμερα, το χρυσόμαλλο δέρας στην αθάνατη ναυτική μας πατρίδα. Στην κουβέρτα, στη γέφυρα, στο γραφείο, ο αγώνας είναι ένας: Για την προκοπή της μεγάλης μας Ναυτιλίας…
Σύμπτυξη κειμένου...
Αναμνήσεις από τη Σχολή
Διαβάστε περισσότερα...
ΥΔΡΑ
Το φύτρο που βλασταίνει σ’ αρμυρισμένα βράχια παίρνει απ’ το λύχνο του ακόμα, τη δύναμη να παλαίψει φουρτούνες με πείσμα ανείπωτο.
Κείνοι οι Υδραίοι, με το τίποτα της παραγωγής τους, με σταγόνες νερού ενός στεγνού Θεού, με τις ρίζες τους να τρυπούνε ρωγμές των βλογημένων βράχων τους, να βρουν και να βυζάξουν μια ξώμακρη στάλα δροσιάς σφιχταγκαλιάζοντας την πέτρα με την εμμονή του γιούσουρου, αγριελίδια με κορμό και κλαδιά ατσάλινα, αγκαθερά, δαρμένα απ’ τους αγέρηδες του Πελάγου να κουρνιάζουν στις απανεμιές της ροδόγκριζης πέτρας τους.
Αναδύθηκαν θαρρείς κάποτε απ’ τα βαθυγάλανα σκότη τούτοι και ο βράχος τους, μυθικό πλήρωμα με πορφυρό πέτρινο σκαρί. Ρόδινη στο βλέμμα του Ήλιου, λαμπερή στη χαίτη των κυμάτων της, με το στήθος και τις ρίζες της ογρές μέσα στο άδυτο του γαλάζιου, είχε να θρέψει τα παιδιά της.
Κι εκείνα πλανεύτηκαν στον άγνωστο πόντο, άδηλα στο βλέμμα της Μέδουσας, καρτερικά στη φοβέρα της Χίμαιρας, φύτρες της Ύδρας ολόιδιοι. Μετρημένη κι ακριβή της θάλασσας. Θάνατος ή χρυσός, το ίδιο ανεκτίμητα και τα δύο σαν είναι δικά της. Πιότερο αμοίβει με θάνατο, πούναι η ζωή.
Την απαντοχή των παιδιών της στα πέλαγα την παινεύει ταπεινά. Το ψιθύρισμα των κυμάτων στις σπηλιές, η ανάσα των βράχων της, το χρώμα της, τα τραχιά γκρέμνα της, μα και τα λάφυρα απ’ τους Λαιστρυγόνες που στολίζουν τις πέτρινες μοναδικές γλαροφωλιές τους. Σε τούτα τ’ αρμυρά βράχια έλαχε να βάλουμε τη ζωή μας μπόλι. Βυζάξαμε λίγο απ’ την ουσία της στα χρόνια της Σχολής. Δεν μας ξεχώρισε απ’ τα παιδιά της.
Την καρδιά και το μύρο της τόδωσε απλόχερα το ίδιο. Μια στεριά – γέννημα της θάλασσας, μα η θάλασσα να την ορίζει. Μνήμες πάλλουσες, παρουσίες μύριες παντού, παθών, σκαριών, αγώνων, κανονιών, θρήνων (η σειρήνα του τουρισμού δεν μπόρεσε ν’ αφανίσει). Ήταν πιότερο ο αγέρας, η εικόνα, το μύρο, ήταν η ιστορία της που έμοιαζε νάναι το «τώρα» κι όχι το «χθες» που μας μετάγγισαν τη δύναμη και λιγότερο τα σπουδάγματα.
Κώστας Ζουμής
Απόφοιτος 1964
Σύμπτυξη κειμένου...